- καταβάσεως
- καταβάσεω̆ς , κατάβασιςway downfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάβαση — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 6 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα, 32 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμάνης του νομού Χίου. * * * η (AM κατάβασις) [καταβαίνω] 1. η πορεία προς τα κάτω,… … Dictionary of Greek
κινδυνώδης — ες (ΑΜ κινδυνώδης, ῶδες) [κίνδυνος] αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.). επίρρ... κινδυνωδώς (Α κινδυνωδῶς) με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος...… … Dictionary of Greek